- ἀστέφανος
- ἀστέφᾰν-ος, ον,A without crown, ungarlanded, mostly in token of defeat, E.Hipp.1137 (lyr.);
ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνους Id.Andr. 1021
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνους Id.Andr. 1021
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστέφανος — η, ο (Α ἀστέφανος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος 2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο αρχ. αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος … Dictionary of Greek
ἀστεφανώτατος — ἀστέφανος without crown masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεφάνους — ἀστέφανος without crown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστέφανοι — ἀστέφανος without crown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστεφος — ἄστεφος, ον (Α) ο αστέφανος* … Dictionary of Greek
αστεφής — ἀστεφής, ές (Α) ο αστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεφής < στέφος («στεφάνι») < στέφω] … Dictionary of Greek
κἀστέφανοι — ἀστέφανοι , ἀστέφανος without crown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)